- ὠκύμοροι
- ὠκύμοροςquickly dyingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωκύμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα 2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα 3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ μορος)] … Dictionary of Greek